Πριν περίπου δύο χρόνια, ένα πρωί καθώς ένα μέλος της ομάδας μας πήγαινε στη δουλειά του, αντίκρυσε έναν άνθρωπο πεσμένο στο δρόμο.
Δεν ζήτησε τίποτα, αλλά το βλέμμα του ήταν τόσο εκκωφαντικό που φυσικά δεν θα μπορούσε κανείς να φύγει. Απόγνωση μαζί με ικεσία σε δύο εκφραστικά μάτια ενός πανύψηλου άνδρα. Από εκείνη τη στιγμή ο Μαμαντού έγινε δικός μας άνθρωπος. Συγκλονιστική η ιστορία του. Πούλησε το ταξί που είχε στη χώρα του, τη Σενεγάλη, καθώς οι υποσχέσεις και τα όσα πρόβαλλαν κάποιοι επιτήδειοι, παρουσίασαν την Ελλάδα ως Γη της Επαγγελίας. Η έκκρυθμη κατάσταση στη χώρα του, η απώλεια του πατέρα του καθώς και η απόγνωση της μητέρας του και των δύο αδελφών του, τον οδηγεί ως προστάτη οικογένειας στην Ελλάδα. Έρχεται μαζί με έναν φίλο του, τον Νουρ, και δυστυχώς αντί να ζήσουν το όνειρο, βιώνουν έναν εφιάλτη. Καμμιά μόνιμη-νόμιμη δουλειά.
Παρά το ό,τι είναι και οι δύο νομότυποι, διαπιστώνουν πως τα καλά και σταθερά μεροκάματα είναι σε κυκλώματα που οι ίδιοι αδυνατούν να υπηρετήσουν. Πληρώνουν με έναν πολύ δυσανάλογο τρόπο το τίμημα αυτής της επιλογής. Η αδυναμία βιοπορισμού τους οδηγεί στο δρόμο, καθώς αδυνατούν πλέον να καλύψουν το ενοίκιο και τα έξοδα του σπιτιού. Κλειστές πόρτες παντού. Τους αρνούνται και τα αυτονόητα. Η κλονισμένη υγεία του Νουρ, δεν αντέχει πια. Σύντομα “φεύγει” στα χέρια του Μαμαντού, ο οποίος πλέον έχει να κάνει την παρακάτω επιλογή: να υπηρετήσει τα κυκλώματα των πατριωτών του ή να ακολουθήσει το Νουρ. Προτιμάει το δεύτερο. Δυστυχώς όμως, κανένας δεν μπορεί να διακρίνει το βλέμμα του, καθώς σταματά στο χρώμα του… Νηστικός, τρομοκρατημένος, με μοναδική περιουσία μια κουβέρτα, προσπαθεί να βρει καταφύγιο για τη νύχτα. Πολύ συχνά “στοργικοί” συμπολίτες μας τον ξυπνούν με χτυπήματα στο κεφάλι. Το πρωί του Νοεμβρίου που τον συναντήσαμε ήταν τρεις μέρες τελείως νηστικός. Κινητοποιηθήκαμε άμεσα, αλλά δυστυχώς η απόπειρες στέγασής του παρέμειναν άκαρπες.
Αποφασίσαμε να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Προσωρινά έμεινε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Θα μας μείνει αλησμόνητο το πανικόβλητο βλέμμα του τη στιγμή που περνούσαμε με το αυτοκίνητο από την Πλατεία Αττικής καθοδόν για το ξενοδοχείο που θα τον φιλοξενούσε. Έντρομος είπε “Όχι εδώ hotel. Εδώ problem”. Ξύπνησαν μνήμες της “ευγενικής φιλοξενίας” που του είχαν επιφυλάξει σε εκείνη την πλατεία. Την επόμενη μέρα το πρωί τον επισκεφθήκαμε στο ξενοδοχείο και μας είπε πως για πρώτη φορά εδώ και πολλούς μήνες κοιμήθηκε χωρίς να φοβάται. Από εκεί και πέρα , όπως είπε και ο ίδιος, ήταν σαν να ξαναγεννήθηκε. Επικοινώνησε με τους δικούς του, μετά από δέκα περίπου μήνες. Βρέθηκε σπίτι, στο οποίο συγκατοίκησε με έναν συμπατριώτη του. Καλύψαμε τα έξοδα διαμονής και σίτισης, ενώ μόλις συνήλθε λίγο ψυχικά και σωματικά, κάτι που πιστοποιήθηκε από τους γιατρούς καθώς και από την ψυχολόγο που ανέλαβε την ψυχολογική του υποστήριξη, άρχισε μαθήματα ελληνικών στο Στέκι Μεταναστών. Απέκτησε φίλους, ένιωσε ότι ανήκει κάπου και άρχισε και πάλι να ελπίζει στη ζωή. Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν άλλος άνθρωπος. Παρέμεινε όμως ο δικός μας άνθρωπος.
Το καλοκαίρι βρίσκει στέγη και απασχόληση στη Μύκονο. Τα πράγματα πηγαίνουν πολύ καλά και επιστρέφοντας συναντάει την Γκεντίφα., η οποία κατάγεται από τη Γκάνα αλλά ζει και εργάζεται στην Ελλάδα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Σύντομα μένουν μαζί.